- μαγιονέζα
- η(λ. γαλλ.), είδος παχύρρευστης σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, αβγό και λεμόνι: Περιέχυσα τη σαλάτα με μαγιονέζα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγιονέζα — η είδος κρύας και πηχτής σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, σκόνη μουστάρδας, κρόκο αβγού, ξίδι κ.λπ. και χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mayonnaise πιθ. < Mahon λιμάνι τής Μινόρκα] … Dictionary of Greek